σεντεφένιος, -ια, -ιο

σεντεφένιος, -ια, -ιο
φτιαγμένος από σεντέφι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σεντεφένιος — και σιντεφένιος και συντεφένιος, α, ο, Ν [σεντέφι] κατασκευασμένος από σεντέφι, από μαργαρο …   Dictionary of Greek

  • μαργαριταρόρριζος — μαργαριταρόρριζος, η, ον (Μ) αυτός που είναι κατασκευασμένος ή στολισμένος με μάργαρο, με σεντέφι, σεντεφένιος («χρυσὰ ἦσαν τὰ φουντώματα... καὶ μαργαριταρόρριζος ὁ θαυμαστὸς ὁ πίρος», Διήγ. εις τους κρασοπατέρας). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαριτάρι +… …   Dictionary of Greek

  • σιντεφένιος — α, ο, Ν βλ. σεντεφένιος …   Dictionary of Greek

  • συντεφένιος — α, ο, Ν βλ. σεντεφένιος …   Dictionary of Greek

  • φιλντισένιος — και φιλδισένιος, α, ο, Ν κατασκευασμένος από φίλντισι, σεντεφένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλντισι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαλαματ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • μαργαριταρένιος, -ια, -ιο — κατασκευασμένος ή κοσμημένος με μαργαριτάρια, σεντεφένιος: Στην επέτειό τους της χάρισε ένα μαργαριταρένιο κολιέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιντεφένιος, -ια, -ιο — βλ. σεντεφένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”